- προσαυγάζω
- Α1. βλέπω προς κάποιον ή προς κάτι («Σπιλάς... πόντον προσαυγάζουσα», Λυκόφρ.)2. λάμπω πάνω σε κάποιον («λίθους ἥδιστον προσαυγάζοντας τοῑς ὁρῶσι», Ιώσ.)3. στίλβω, αστράφτω («ἱστία ποικίλως προσαυγάζοντα», Φιλόστρ.)4. υφίσταμαι μαρτύριο, γίνομαι μάρτυρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + αὐγάζω «λάμπω, φωτίζω, αστράπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.