προσαυγάζω

προσαυγάζω
Α
1. βλέπω προς κάποιον ή προς κάτι («Σπιλάς... πόντον προσαυγάζουσα», Λυκόφρ.)
2. λάμπω πάνω σε κάποιον («λίθους ἥδιστον προσαυγάζοντας τοῑς ὁρῶσι», Ιώσ.)
3. στίλβω, αστράφτω («ἱστία ποικίλως προσαυγάζοντα», Φιλόστρ.)
4. υφίσταμαι μαρτύριο, γίνομαι μάρτυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + αὐγάζω «λάμπω, φωτίζω, αστράπτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσαυγαζομένων — προσαυγάζω look towards pres part mp fem gen pl προσαυγάζω look towards pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαυγάζοντα — προσαυγάζω look towards pres part act neut nom/voc/acc pl προσαυγάζω look towards pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαυγαζομένης — προσαυγάζω look towards pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαυγάζοντας — προσαυγάζω look towards pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαυγάζουσα — προσαυγάζω look towards pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταυγάζω — Α (δωρ. τ.) προσαυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αὐγάζω (< αὐγή)] …   Dictionary of Greek

  • προσαύγασις — άσεως, ἡ, Α [προσαυγάζω] ακτινοβόληση προς κάποιον ή προς κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”